αναπαιστικός, -ή

αναπαιστικός, -ή
για το μέτρο ή το στίχο, όπου κάθε πόδι είναι ανάπαιστος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναπαιστικός — anapaestic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαιστικός — ή, ό (Α ἀναπαιστικός, ή, όν) [ἀνάπαιστος] (για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους …   Dictionary of Greek

  • ἀναπαιστικά — ἀναπαιστικός anapaestic neut nom/voc/acc pl ἀναπαιστικά̱ , ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc/acc dual ἀναπαιστικά̱ , ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικῶν — ἀναπαιστικός anapaestic fem gen pl ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικόν — ἀναπαιστικός anapaestic masc acc sg ἀναπαιστικός anapaestic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικαί — ἀναπαιστικός anapaestic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικοῖς — ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικοί — ἀναπαιστικός anapaestic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικοῦ — ἀναπαιστικός anapaestic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαιστικούς — ἀναπαιστικός anapaestic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”